παντόποδα — Ονομάζονται και πυκνογονίδες. Τάξη θαλάσσιων αρθροπόδων, που μοιάζουν μάλλον με αράχνες. Το σώμα τους, που έχει μήκος μερικών εκατοστών, αποτελείται από ένα κεφάλι θώρακα και βραχεία κοιλιά σε σχήμα φυματίου· τα 4 ζεύγη των θωρακικών άκρων είναι… … Dictionary of Greek
σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… … Dictionary of Greek
ακτίνια — (actinia). Ατελέστατοι ζωικοί οργανισμοί του αθροίσματος των κοιλεντερωτών, που ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες και σε μεγάλα βάθη. Το σώμα τους παρουσιάζει μια κοιλότητα, που ονομάζεται γαστραγγειώδες σύστημα και χρησιμεύει στην εκτέλεση των… … Dictionary of Greek
αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… … Dictionary of Greek
Αμφινόμορφα — τα Ζωολ. τάξη Πολύχαιτων Δακτυλιοσκωλήκων. Το κεφάλι φέρει 1 5 κεραίες, 2 προσακτρίδες και ένα ραχιαίο φύμα βαθιά τοποθετημένο στους μπροστινούς μεταμερικούς δακτυλίους … Dictionary of Greek
αμμοβάτης — (amobates). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των απιδών ή μελισσιδών. Μερικά είδη του γένους αυτού ζουν στην Ευρώπη, όπου κατασκευάζουν κυψέλες στην άμμο. Ο α., που είναι γνωστός και στην Ελλάδα με το όνομα αγριομέλισσα, αναγνωρίζεται… … Dictionary of Greek
ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… … Dictionary of Greek
εξάκανθοι — οι ονομασία τών ζώων τών οποίων το σώμα φέρει έξι ακανθοειδείς προσακτρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + άκανθος] … Dictionary of Greek
προσακτρίδα — η / προσακτρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. μεταμορφωμένο θωρακικό εξάρτημα τών αρθροπόδων το οποίο χρησιμεύει ως συλληπτήρια λαβίδα τών τροφών αρχ. στον πληθ. αἱ προσακτρίδες οι σιαγόνες τού εντόμου μηλολόνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσάγω + επίθημα ίς, ίδος … Dictionary of Greek
σιλουροειδείς — οι, Ν ζωολ. τάξη ευρέως διαδεδομένων ιχθύων, κυρίως τών γλυκών νερών, με 2.500 περίπου είδη κατανεμημένα σε 30 περίπου οικογένειες, που φέρουν χαρακτηριστικές προσακτρίδες, κν. μουστάκια, γύρω από το στόμα, λόγω τών οποίων είναι γνωστοί με την… … Dictionary of Greek