προσακτρίδες

προσακτρίδες
Απόφυση που συνδέεται με τα στοματικά όργανα πολυάριθμων ασπόνδυλων ζώων, ιδιαίτερα αρθροπόδων και δακτυλιοσκωλήκων. Οι π. είναι κατά ζεύγη και έχουν γενικά αισθητήριες λειτουργίες. Στα έντομα, οι αποφύσεις αυτές, που αποτελούνται από διάφορα άρθρα, λέγονται γναθικές π. αν βρίσκονται στην επάνω γνάθο, και χειλικές π. αν βρίσκονται στο κάτω χείλος, που αποτελείται από τις κάτω γνάθους ενωμένες στη μέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παντόποδα — Ονομάζονται και πυκνογονίδες. Τάξη θαλάσσιων αρθροπόδων, που μοιάζουν μάλλον με αράχνες. Το σώμα τους, που έχει μήκος μερικών εκατοστών, αποτελείται από ένα κεφάλι θώρακα και βραχεία κοιλιά σε σχήμα φυματίου· τα 4 ζεύγη των θωρακικών άκρων είναι… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνια — (actinia). Ατελέστατοι ζωικοί οργανισμοί του αθροίσματος των κοιλεντερωτών, που ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες και σε μεγάλα βάθη. Το σώμα τους παρουσιάζει μια κοιλότητα, που ονομάζεται γαστραγγειώδες σύστημα και χρησιμεύει στην εκτέλεση των… …   Dictionary of Greek

  • αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… …   Dictionary of Greek

  • Αμφινόμορφα — τα Ζωολ. τάξη Πολύχαιτων Δακτυλιοσκωλήκων. Το κεφάλι φέρει 1 5 κεραίες, 2 προσακτρίδες και ένα ραχιαίο φύμα βαθιά τοποθετημένο στους μπροστινούς μεταμερικούς δακτυλίους …   Dictionary of Greek

  • αμμοβάτης — (amobates). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των απιδών ή μελισσιδών. Μερικά είδη του γένους αυτού ζουν στην Ευρώπη, όπου κατασκευάζουν κυψέλες στην άμμο. Ο α., που είναι γνωστός και στην Ελλάδα με το όνομα αγριομέλισσα, αναγνωρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… …   Dictionary of Greek

  • εξάκανθοι — οι ονομασία τών ζώων τών οποίων το σώμα φέρει έξι ακανθοειδείς προσακτρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + άκανθος] …   Dictionary of Greek

  • προσακτρίδα — η / προσακτρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. μεταμορφωμένο θωρακικό εξάρτημα τών αρθροπόδων το οποίο χρησιμεύει ως συλληπτήρια λαβίδα τών τροφών αρχ. στον πληθ. αἱ προσακτρίδες οι σιαγόνες τού εντόμου μηλολόνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσάγω + επίθημα ίς, ίδος …   Dictionary of Greek

  • σιλουροειδείς — οι, Ν ζωολ. τάξη ευρέως διαδεδομένων ιχθύων, κυρίως τών γλυκών νερών, με 2.500 περίπου είδη κατανεμημένα σε 30 περίπου οικογένειες, που φέρουν χαρακτηριστικές προσακτρίδες, κν. μουστάκια, γύρω από το στόμα, λόγω τών οποίων είναι γνωστοί με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”